Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα υποδήματα

  • 1 обувь

    обувь ж τα υποδήματα, τα παπούτσια· детская \обувь παιδικά παπούτσια· женская (мужская) \обувь γυναικεία ( ανδρικά), παπούτσια* резиновая \обувь λαστιχένια παπούτσια* спортивная \обувь υποδήματα σπορ
    * * *
    ж
    τα υποδήματα, τα παπούτσια

    де́тская о́бувь — παιδικά παπούτσια

    же́нская (мужска́я) о́бувь — γυναικεία (ανδρικά), παπούτσια

    рези́новая о́бувь — λαστιχένια παπούτσια

    спорти́вная о́бувь — υποδήματα σπορ

    Русско-греческий словарь > обувь

  • 2 износить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изношенный, βρ: -йен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    φθείρω, τρίβω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα).
    1. φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ, παλιώνω (για ενδύματα, υποδήματα, μηχανήματα).
    2. εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις.

    Большой русско-греческий словарь > износить

  • 3 переобуть

    -бую, -буешь
    ρ.σ.μ.
    βάζω άλλα υποδήματα•
    παιδιά. || ζαναποδένω.
    αλλάζω τα υποδήματα ξαναποδένομαΐ/.

    Большой русско-греческий словарь > переобуть

  • 4 проносить

    ρ.δ.
    βλ. пронести.
    βλ. пронестись.
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. носить.
    2. φθείρω, τρίβω (από τη συχνή χρήση)•

    проносить пиджак до дыр φορώ το σακκάκι ώσπου να τρυπήσει.

    1. περιφέρομαι εδώ και κει.
    2. φθείρομαι τρίβομαι (για ενδύματα, υποδήματα).
    3. αντέχω, βα.στώ, κρατώ (για ενδύματα, υποδήματα).

    Большой русско-греческий словарь > проносить

  • 5 разуть

    -ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разутый, βρ: разут, -а, -о
    ρ.σ.μ. βγάζω τα υποδήματα, τα παπούτσια.
    βγάζω τα υποδήματα μου.

    Большой русско-греческий словарь > разуть

  • 6 стоптать

    ρ.σ.μ.
    1. (για υποδήματα)• πατώ, στραβοπατώ, στραβώνω.
    2. πατώ, τσαλαπατώ•

    ячмень τσαλαπατώ το κριθάρι.

    || πιέζω, ζουπώ, -ίζω.
    στραβοπατιέμαι (για υποδήματα).

    Большой русско-греческий словарь > стоптать

  • 7 топтать

    топчу, топчешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топтанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ,δ.μ.
    1. ποδοπατώ, τσαλαπατώ•

    топтать траву ποδοπατώ το χορτάρι.

    || λερώνω με τα πόδια, με τα παπούτσια•

    топтать пол πατώντας λερώνω το πάτωμα.

    || (για υποδήματα) στραβοπατώ. || βαδίζω.
    2. πατώ•

    раненых -ли конями τους τραυματίες τους πατούσαν με τα άλογα.

    || μτφ. διαρπάζω, λεηλατώ.
    3. πιέζω, θλίβω•

    топтать виноград πατώ τα σταφύλια.

    || ανακατεύω•

    топтать глину πατώ τον πηλό.

    4. βλ. спариться:
    εκφρ.
    топтать в грязи – κυλώ στο βούρκο• κατασυκοφαντώ• ποδοπατώ την αξιοπρέπεια, ξευτελίζω, κουρελιάζω, ρεζιλεύω•
    топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω).
    1. ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι. || λερώνομαι με το ποδοπάτημα.
    2. (για υποδήματα) στραβοπατιέμαι.
    3. πιέζομαι, θλίβομαι.
    4. κάνω βήμα σημειωτό. || στριφογυρίζω στο ίδιο μέρος.
    5. είμαι, βρίσκομαι. || παρευρίσκομαι.
    εκφρ.
    топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω, δεν αναπτύσσομαι).

    Большой русско-греческий словарь > топтать

  • 8 боты диэлектрические

    τα διηλεκτρικά υποδήματα (μπότες)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > боты диэлектрические

  • 9 обувь

    τα υποδήματα (πλ.), (туфли) τα παπούτσια.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обувь

  • 10 бурки

    бу́рки
    мн. τά μάλλινα ὑποδήματα.

    Русско-новогреческий словарь > бурки

  • 11 валенки

    валенки
    мн. (ед. валенок м) οἱ τσόχι-νες μπότες, τά τσόχινα ὑποδήματα.

    Русско-новогреческий словарь > валенки

  • 12 великий

    велик||ий
    прил
    1. μέγας, μεγάλος:
    \великийне державы οἱ μεγάλες δυνάμεις· \великийие люди οἱ μεγάλοι ἄνδρες· Великая Октябрьская социалистическая революция ἡ Μεγάλη 'Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Έπανάσταση [-ις]· к \великийому удивлению προς μεγάλη (μου) Εκπληξη·
    2. (т.к. краткая форма \великий слишком большой) μεγάλος:
    сапоги́ \великийи́ οἱ μπόττες (или τά ὑποδήματα) μοῦ εἶναι μεγάλες (или μεγάλα) · ◊ у страха глаза \великийй ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· от мала до \великийа μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως.

    Русско-новогреческий словарь > великий

  • 13 обувь

    обувь
    ж τό ὑπόδημα, τό παπούτσι:
    женская \обувь τά γυναικεία παπούτσια· мужская \обувь τά ἀνδρικά παπούτσια· детская \обувь τά παιδικά παπούτσια, τά παπουτσάκια· кожаная \обувь τά πέτσινα παπούτσια· резиновая \обувь τά λαστιχένια παπούτσια, τά λάστιχα· валяная \обувь τά τσόχινα ὑποδήματα.

    Русско-новогреческий словарь > обувь

  • 14 обувь

    [όμπουβ"] ουσ. θ. υποδήματα, παπούτσια

    Русско-греческий новый словарь > обувь

  • 15 обувь

    [όμπουβ"] ουσ θ υποδήματα, παπούτσια

    Русско-эллинский словарь > обувь

  • 16 взойти

    -иду, -идешь, παρλθ. χρ. взошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. взошедший, επίρ. μτχ. взойдя ρ.σ.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    взойти на гору ανεβαίνω στο βουνό.

    2. βγαίνω, προβάλλω, εμφανίζομαι•

    солнце взошло ο ήλιος ανέτειλε.

    3. φουσκώνω•

    без дрожжей тесто не -ет χωρίς μαγιά το ζυμάρι δε φουσκώνει.

    4. αναφύομαι, φυτρώνω, βγάζω φύτρα•

    семена взошли οι σπόροι φύτρωσαν.

    5. (παλ. κ. απλ.) εισέρχομαι, μπαίνω μέσα, εισδύω•

    взойти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο.

    || χωρώ•

    не могу больше есть, не взойдет δεν μπορώ να φάω άλλο, δεν περνάει, δεν κατεβαίνει, δε χωράει άλλο.

    6. μπαίνω, χωρώ (για ενδύματα, υποδήματα)•

    этот сапог не -ет мне на ногу αυτή η μπότα δε θα χωρέσει στο πόδι μου.

    Большой русско-греческий словарь > взойти

  • 17 гореть

    -рю, -ришь, ρ.δ.
    1. καίγομαι•

    дрова -ят в печке τα καυσόξυλα καίγονται στη θερμάστρα•

    дом -ит το σπίτι καίγεται.

    || καίω, είμαι αναμμένος•

    печка -ит η θερμάστρα καίει•

    лампа -ит η λάμπα καίει (φωτίζει).

    2. φλέγομαι, ψήνομαι•

    ребенок -ит гореть температура 40 το παιδάκι ψήνεται από τον πυρετό, εχει 40 βαθμούς.

    3. κοκκινίζω, ερυθριώ•

    я -рю от стыда κατακοκκινίζω από ντροπή•

    уши -ят τα αυτιά καίνε (κοκκινίζουν)•

    лицо -ит το πρόσωπο καίει (κοκκινίζει).

    4. καταλαμβάνομαι από δυνατό πάθος, αίσθημα, οργή κλπ., ανάβω, φλέγομαι, καίγομαι.
    5. αστράφτω, στραφταλίζω, λάμπω.
    6. σαπίζω, χαλνώ (από υγρασία και μη αερισμό)•

    мокрое сено -ит в стогах το βρεγμένο χόρτο σαπίζει στις θημωνιές.

    7. φθείρομαι, χαλνώ, αχρηστεύομαι(για ενδύματα, υποδήματα).
    8. βγαίνω από το παιγνίδι, καίγομαι.
    εκφρ.
    - ит трава под ногами – φωτιές (σπίθες) βγάζουν (πετούν) τα πόδια του (για ταχύποδα)•
    земля -ит под ногами – κάθεται σ’αναμμένα κάρβουνα (είναι έτοιμος να φύγει, ανυπομονεί να το σκάσει• τρέχει ολοταχώς)•
    не -ит – δεν είναι καμιά βία, δε μας κυνήγα κανένας•
    дело (работаκ.τ.τ.) -ит в руках у кого τον βλέπει η δουλειά και τον φοβάται ή την πιάνει η ζάλη (για δουλευταρά).

    Большой русско-греческий словарь > гореть

  • 18 дамский

    επ.
    γυναικείος•

    -ая обувь γυναικεία υποδήματα•

    дамский велосипед γυναικείο ποδήλατο•

    -ое общество ο γυναικόνιοσμος, ο ωραιόκοσμος.

    εκφρ.
    дамский угодник – γυναικόφιλος, φιλογύνης, φίλος του ωραίου φύλου.

    Большой русско-греческий словарь > дамский

  • 19 доносить

    -ношу, -носишь ρ.σ.μ.
    1. απομεταφέρω, τελειώνω τη μεταφορά•

    доносить дрова в сарай τελειώνω τη μεταφορά καυσόξυλων στην ξυλαποθήκη,

    2. αποφορώ, φορώ ως το τέλος•

    доносить туфли до дыр φορώ τις παντούφλες ώσπου να τρυπήσουν.

    3. γεννώ κανονικά, στον καιρό•

    она не -ла αυτή γέννησε παράκαιρα (απόβαλε).

    1. τρίβομαι, φθείρομαι, λιώνω από την πολλή χρήση (για ενδύματα, υποδήματα).
    2. βλ. донестись (1 σημ.) βλ. κ.ρ. донести(сь).

    Большой русско-греческий словарь > доносить

  • 20 дорвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. дорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ.;.дорванный, βρ: -ван, -а, к. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κατασχίζω• κατακόβω• καταξεριζώνω.
    2. καταφθείρω, καταρακώνω.
    1. (για ενδύματα, υποδήματα) καταξεσχίζομαι, καταραπώνομαι.
    2. (απλ.) ρίχνομαι, πέφτω με τα μούτρα, μπαίνω με ζήλο, στρώνομαι για καλά•

    он -лся наконец до еды αυτός επιτέλους στρώθηκε για καλά στο φαι.

    Большой русско-греческий словарь > дорвать

См. также в других словарях:

  • ὑποδήματα — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδήματ' — ὑποδήματα , ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut nom/voc/acc pl ὑποδήματι , ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut dat sg ὑποδήματε , ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

  • υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • ποδένω — Ν 1. φορώ σε κάποιον τα υποδήματα του 2. προμηθεύω σε κάποιον υποδήματα, τού αγοράζω υποδήματα 3. μέσ. ποδένομαι φορώ τα παπούτσια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὑποδέω «φοράω, προμηθεύω υποδήματα», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

  • ξυπολύνω — και ξυπολάω (Μ ξυπολάω) μέσ. ξυπολιέμαι αφαιρώ τα υποδήματα μου και μένω ξυπόλητος νεοελλ. αναγκάζω κάποιον να μείνει ξυπόλυτος, αφαιρώ από κάποιον τα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ υπο λύω «βγάζω τα υποδήματά μου», με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε . Οι …   Dictionary of Greek

  • обоувь — ОБОУВ|Ь (16), И с. 1.Обувь: ˫ако же не трѣбовати иноѧ ризы на сгрѣ˫ание ѡблекшемѹсѧ въ нѧ. ѡбѹвъ [так!] же. хѹда ѹбо видѣниѥмь. на долзѣ же потрѣбѹ съвершающии (ὑπόδημα) КР 1284, 196г; икономѹ гл҃ю. келареви. старѣишинѣ. ѡбуви шевцю. портнику. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ODO — I. ODO 2. Abbas Cluniacensis Gallus, discipulus S. Remigii Antissiodorensis: Proncipum Pontificumque arbiter. Obiit A. C. 944. scripsit plurima. Vide Morer. Diction. Hist. Item, dictus Cantianus, Benedictinus, saeculô 12. Thomae Cantuariensi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SICYON — I. SICYON inter vetustos Sicyoniorum Reges XIX. vulgo ponitur, urbique nomen dedisse traditur, sed praeter Historiae fidem, uti mox videbimus. II. SICYON locus Africae, ubi Crathis fluv. in Oceanum exit, et electrum nascitur. Plin. l. 19. c. 8.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TZANCAE — sive ZANCAE, genus calceamentorum, quibus Imperatores Graeci usi sunt; Campagi Latinis, cultu, pretiô, coloreque ab aliorum distincti. Habebant ad latus, secundum suras et in tatsis, aquilas ex lapillis et margaritis, iisque usi sunt Imperatores… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • UDO — I. UDO Herulorum Rex, fil. Mistaevonis, summus Christianorum osor, Herulos rexit, tandem ab aliquo Saxone transfuga caesus. Pater Godescalci, qui ante regnum conversus, paternam necem in Saxonibus ultus est: ceterum cum apud suos fidem propagare… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»